Όταν ήμουν κουταβάκι σε ψυχαγωγούσα με τα καμώματά μου και σε έκανα να γελάς. Με αποκαλούσες «παιδί σου» και αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι σου μασουλούσα τις παντόφλες σου και δολοφόνησα ένα-δύο διακοσμητικά μαξιλάρια, έγινα ο καλύτερός σου φίλος.
Όποτε ήμουν «κακό παιδί» συνήθιζες να μου κουνάς επιβλητικά το δάχτυλό σου και να με ρωτάς: «ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΣΕΣ», αλλά μετά με συγχωρούσες και μου χάριζες απλόχερα τα χάδια σου.
Δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνες τις νύχτες που νανουριζόμασταν παρέα και παρακολουθούσα τα κρυφά σου όνειρα και πραγματικά πίστευα ότι η ζωή δεν μπορούσε να είναι πιο τέλεια.
Πηγαίναμε ατελείωτες βόλτες στο πάρκο, κάναμε βόλτες με το αυτοκίνητο και σταματούσαμε για ένα χωνάκι παγωτό (εγώ βέβαια έπαιρνα μόνο το χωνάκι γιατί «το παγωτό κάνει κακό στα σκυλιά» έλεγες).
Αργότερα άρχισες να αφιερώνεις περισσότερο χρόνο στη δουλειά και στην καριέρα σου και φυσικά στην αναζήτηση κάποιου συντρόφου. Σε καρτερούσα πάντοτε με αγάπη, προσπαθώντας να σε παρηγορήσω και να σε χαλαρώσω από τις εντάσεις και τις όποιες απογοητεύσεις είχες και να σε κάνω να ξεχαστείς.
Η κυρία που επέλεξες για σύντροφό σου, δεν είναι αυτό που λέμε «φίλη των σκυλιών» μολονότι την υποδέχθηκα στο σπίτι μας όλο χαρά δείχνοντας ακέραιη αφοσίωση και υπακοή κάθε στιγμή. Ημουν πολύ ευτυχισμένο γιατί ήσουν κι εσύ ευτυχισμένος. Αυτό μου ήταν αρκετό!
Μετά κάνατε μωράκια και η χαρά μου ήταν απερίγραπτη και την μοιράστηκα μαζί σας. Ηταν τόσο συναρπαστικό το πόσο ροδαλό χρώμα είχαν, η μωρουδίστικη μυρωδιά που πλημμύριζε το σπίτι, και πόσο ήθελα να τα νταντεύω και να τα προσέχω κι εγώ.
Μόνο η σύζυγός σου κι εσύ ανησυχούσατε ότι μπορούσα να βλάψω τα μωρά κι έτσι περνούσα τον περισσότερο χρόνο απομονωμένα σε άλλο δωμάτιο. Αχ! Πόσο ήθελα να τα αγαπώ και να το δείχνω αλλά έγινα «αιχμάλωτος της αγάπης μου».
Όταν μεγάλωσαν τα μωρά έγινα ο κολλητός τους, μου έβαζαν κατά λάθος τα χεράκια τους στα μάτια, εξερευνούσαν όλο περιέργεια τα αυτιά μου και μου έδιναν κλεφτά φιλάκια. Αγάπησα και λάτρεψα τα πάντα πάνω τους και αυτό το αθώο άγγιγμά τους και ήμουν έτοιμο να τα προστατεύσω με την ίδια μου τη ζωή σε οποιαδήποτε στιγμή χρειαζόταν. Χωνόμουν κάτω από το κρεβατάκι τους και άκουγα τις έννοιες τους και τα μυστικά τους όνειρα. Μαζί περιμέναμε να ακούσουμε τον ήχο του αυτοκινήτου σας και τρέχαμε όλο χαρά να σας υποδεχθούμε όταν γυρίζατε σπίτι.
Στο παρελθόν όταν σε ρωτούσαν αν έχεις σκύλο, όλο περηφάνια έβγαζες τη φωτογραφία μου από το πορτοφόλι σου και διηγιόσουν αστείες ιστορίες με μένα πρωταγωνιστή. Τα τελευταία χρόνια όταν σε ρωτούν αν έχεις σκύλο απαντάς μ’ ένα ξερό «ναι» και αλλάζεις αμέσως θέμα. Απέγινα με τον καιρό λοιπόν από «σκύλος σου» απλώς ένα σκυλί.
Τώρα σου προσφέρθηκε μια δουλειά σε άλλη πόλη και εσύ μαζί με την έως τώρα οικογένειά μου θα μετακομίσετε σε ένα διαμέρισμα που δεν δέχονται κατοικίδια. Πήρες όμως λες τη σωστή απόφαση για την οικογένειά σου αλλά ξέχασες ότι κάποτε για σένα ήμουν η μόνη σου οικογένεια.
Είχα ενθουσιαστεί με τη βόλτα με το αυτοκίνητο μέχρι που συνειδητοποίησα ότι με πήγαινες σε άσυλο ζώων. Ολόγυρα μύριζε απόγνωση, φόβο και απορία από τα υπόλοιπα ζωάκια που υπήρχαν εκεί.
Συμπλήρωσες ένα έντυπο και είπες «Είμαι σίγουρος ότι θα βρεθεί ένα καλό σπίτι και γι’ αυτόν». Σε κοίταζαν όλο νόημα εφόσον καταλάβαιναν απόλυτα ποια ήταν η πραγματικότητα για ένα μεσήλικα σκυλί ακόμα και για ένα με «χαρτιά» από σπίτι.
Μετά ξεκόλλησες με μανία τα χεράκια του γιού σου από το κολάρο μου καθώς ούρλιαζε «Όχι μπαμπά! Σε παρακαλώ μην τους αφήσεις να πάρουν το σκυλί μου». Πραγματικά ανησύχησα τόσο πολύ γι’ αυτόν και τα μαθήματα που μόλις είχε διδαχθεί από σένα σχετικά με την φιλία, την αφοσίωση, την αγάπη, την υπευθυνότητα και τον σεβασμό για κάθε μορφή ζωής.
Μου έριξες ένα αποχαιρετιστήριο χάδι στο κεφαλάκι μου, απέφυγες να με κοιτάξεις στα μάτια κι αυτό ήταν!
Αφού έφυγες, δυο ευγενικές κυρίες συζητούσαν ότι προφανώς την μετακόμισή σου την ήξερες εδώ και καιρό αλλά δεν έκανες καμία ενέργεια για να μου βρεις κάποιο σπίτι να με δώσεις. Κούνησαν το κεφάλι τους και αναρωτήθηκαν «ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΣΕΣ».
Η ενασχόληση των ανθρώπων εδώ στο κυνοκομείο είναι τόση όση τους επιτρέπει το βεβαρημένο πρόγραμμά τους. Μας ταίζουν φυσικά, αλλά, εγώ έχω χάσει την όρεξή μου μέρες τώρα. Στην αρχή όποτε άκουγα ανθρώπινο ήχο έτρεχα μπροστά ελπίζοντας ότι ήσουν εσύ, ότι άλλαξες γνώμη, ότι όλα ήταν ένα κακό όνειρο ή τουλάχιστον ήλπιζα ότι ήταν κάποιος που ενδιαφερόταν, κάποιος που θα με διέσωζε.
Συνειδητοποίησα σύντομα ότι δεν είχα καμία ελπίδα σε σύγκριση με τα τρισχαριτωμένα κουτάβια που είχαν καλύτερη μοίρα κι έτσι απομονώθηκα σε μια γωνιά περιμένοντας.
Ακουσα τα βήματά της, καθώς ερχόταν για μένα στο τέλος της ημέρας και την ακολούθησα ήρεμα σε ένα εξαιρετικά ήσυχο δωμάτιο. Με έβαλε πάνω στο ιατρικό τραπέζι, μου έτριψε τα αυτάκια και μου είπε να μην ανησυχώ. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από την αγωνία για το άγνωστο που με περίμενε, αλλά συγχρόνως υπήρχε και μια αίσθηση ανακούφισης.
Ο χρόνος τελείωνε για τον «αιχμάλωτο της αγάπης». Όμως όπως στη φύση μου είναι να ανησυχώ και να σκέφτομαι τους ανθρώπους, έτσι ανησυχούσα και γι’ αυτήν. Ένιωσα απόλυτα το αίσθημα της ευθύνης που βάρυνε τον εαυτό της εκείνη τη στιγμή, με τον ίδιο τρόπο που ένιωθα κάθε διάθεση καλή ή κακή δική σου.
Ευγενικά μου έβαλε μια σύριγγα στο ποδαράκι μου καθώς κυλούσε ένα δάκρυ στο μάγουλό της. Της έγλυψα το χεράκι με τον ίδιο τρόπο που συνήθιζα να το κάνω και σε σένα όλα αυτά τα χρόνια.
Καθώς ένιωσα την βελόνα και το κρύο υγρό να διαπερνά τις φλέβες μου, παραδόθηκα μισονυσταγμένα, την κοίταξα στα μάτια και μουρμούρισα «ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΣΕΣ».
Νιώθοντας τον πόνο της ψυχής μου, είπε ότι πάω σε ένα καλύτερο μέρος, όπου δεν θα με αγνοούσαν, κακοποιούσαν ή θα με εγκατέλειπαν. Ένα μέρος γεμάτο αγάπη και φως τόσο διαφορετικό από αυτόν τον επίγειο τόπο.
Με την τελευταία σταγόνα ενέργειας που μου απέμεινε κούνησα την ουρά μου, προσπαθώντας να της εξηγήσω ότι το «ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΣΕΣ» δεν αναφερόταν σ’ αυτήν.
Αναφερόταν σε «ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ ΦΙΛΕ ΚΑΙ ΑΦΕΝΤΗ».
Θα σε σκέφτομαι και θα σε περιμένω πάντα. Μακάρι όλοι στη ζωή σου από εδώ και πέρα να σου δείξουν τέτοιου είδους αφοσίωση.
Ο καλύτερός σου φίλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου